portafoglio
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαportafoglio (it) (πληθυντικός: portafogli)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.