portafoglio < portare < λατινικό ρήμα portāre ("να φέρει") + foglio < λατινικά folium ("φύλλο")[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

portafoglio (it) (πληθυντικός: portafogli)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.