πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πορτοφόλι τα πορτοφόλια
      γενική του πορτοφολιού των πορτοφολιών
    αιτιατική το πορτοφόλι τα πορτοφόλια
     κλητική πορτοφόλι πορτοφόλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πορτοφόλι < (άμεσο δάνειο) ιταλική portafoglio (χαρτοφύλακας), πληθυντικός: portafogli που θεωρήθηκε ουδέτερο ενικό με αφομοίωση των [o, a, o] > [o, o, o][1] (συγγενή: γαλλική portefeuille) < portare < λατινικό ρήμα portāre (να φέρει) + foglio < λατινικά folium ("φύλλο")[2]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορτοφόλι ουδέτερο

  • μικρή θήκη που χρησιμοποιείται για τη τοποθέτηση και φύλαξη χρημάτων
      έχω 10 ευρώ μέσα στο πορτοφόλι μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. πορτοφόλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.