wallet
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
wallet | wallets |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαwallet (en)
- το πορτοφόλι
- ⮡ Wallets were easy prey for the experienced thief.
- Τα πορτοφόλια ήταν εύκολη λεία για τον έμπειρο κλέφτη.
- ⮡ Wallets were easy prey for the experienced thief.