πορτοφολάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορτοφολάς < πορτοφόλι
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορτοφολάς αρσενικό (θηλυκό: πορτοφολού)
- αυτός που κατασκευάζει ή/και πουλάει πορτοφόλια
- κλέφτης πορτοφολιών
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασκευαστής πορτοφολιών
|
κλέφτης πορτοφολιών