Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πορτοφολού
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
πορτοφολ
ού
οι
πορτοφολ
ούδες
γενική
της
πορτοφολ
ούς
των
πορτοφολ
ούδων
αιτιατική
την
πορτοφολ
ού
τις
πορτοφολ
ούδες
κλητική
πορτοφολ
ού
πορτοφολ
ούδες
Κατηγορία
όπως «
αλεπού
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πορτοφολού
<
θηλυκό
του
πορτοφολάς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πορτοφολού
θηλυκό
→
δείτε
τη λέξη
πορτοφολάς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πορτοφολού