πορτμονέ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πορτμονέ < γαλλική porte-monnaie (πορτοφόλι)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πορτμονέ ουδέτερο άκλιτο
- είδος γλυκίσματος που φτιάχνεται από στρογγυλή ζύμη διπλωμένη στα δύο, με μαρμελάδα στη μέση