κιμέρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κιμέρι | τα | κιμέρια |
γενική | του | κιμεριού | των | κιμεριών |
αιτιατική | το | κιμέρι | τα | κιμέρια |
κλητική | κιμέρι | κιμέρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ciˈme.ɾi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κι‐μέ‐ρι
Ουσιαστικό
επεξεργασίακιμέρι ουδέτερο
- άλλη μορφή του κεμέρι
- ※ Ύστερα άρχισα το εμπόριον και μ’ είχαν οι κάτοικοι Ρωμαίγοι και Tούρκοι ως ταμίαν και καζάντησα του Θεού τα ελέγη και έφκιασα εκεί σπίτι, υποστατικά, και είχα και μετρητά και ομολογίες πλήθος και τις έχω ως σήμερον περίτου από σαράντα χιλιάδες γρόσια. Και το κιμέρι μου γιομάτο. (Μακρυγιάννης, Απομνημονεύματα, Α1, 1829‑1850)
Παράγωγα
επεξεργασία- κιμεράκι: υποκοριστικό του κιμέρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία κιμέρι
|
Πηγές
επεξεργασία- Ορφανός, Βασίλης (2020) Τουρκικά δάνεια στα Ελληνικά της Κρήτης, Propylaeum, Heidelberg University Library 2020 (DOI), download.σελ.1-405.pdf, 1η έκδοση:2014