Δείτε επίσης: κομπόδεση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κομπόδεμα τα κομποδέματα
      γενική του κομποδέματος των κομποδεμάτων
    αιτιατική το κομπόδεμα τα κομποδέματα
     κλητική κομπόδεμα κομποδέματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κομπόδεμα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κομπόδεμα < κομποδένω. Συγχρονικά αναλύεται σε κόμπ(ος) + -ό- + δέμα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /komˈbo.ðe.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐μπό‐δε‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κομπόδεμα ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) ο κόμπος σε μαντήλι
  2. (παρωχημένο) (συνεκδοχικά) τα χρήματα που περιέχει μαντήλι δεμένο σε κόμπο
  3. (συνεκδοχικά, οικείο)) οι οικονομίες
    ※  Έχω κομπόδεμα μερικά παραδάκια, για να παντρευτώ, σαν έρθει η ώρα.
    Νίκος Καζαντζάκης Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά (1946) [μυθιστόρημα]
    ※  Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δέντρα, το φαΐ στη φουφού, το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους και βάλθηκαν να τρέχουν κυνηγημένοι'
    Διδώ Σωτηρίου (1976). Μέσα στις φλόγες [μυθιστόρημα] "Οι πρόσφυγες" ebooks.edu.gr

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία