πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μαντήλι τα μαντήλια
      γενική του μαντηλιού των μαντηλιών
    αιτιατική το μαντήλι τα μαντήλια
     κλητική μαντήλι μαντήλια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μαντήλι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μαντίλιον, μορφή του μανδήλιον  και δείτε τη λέξη μαντίλι, μορφές και γραφές στο μεσαιωνικό μαντήλι

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαντήλι ουδέτερο



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μαντήλι ουδέτερο

  1. πετσέτα (χεριών, φαγητού)
  2. κομμάτι υφάσματος για ποικίλες χρήσεις
  3. κάλυμμα κεφαλιού, μαντίλα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία