mantele
Λατινικά (la) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- mantele < manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *man-
Ουσιαστικό επεξεργασία
mantele ουδέτερο
- πετσέτα (χεριών)
- τραπεζομάντιλο
- μαντίλι
- ύφασμα
Άλλες μορφές επεξεργασία
επεξεργασία
Κλίση επεξεργασία
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | mantele | mantelia |
γενική | mantelis | mantelium |
δοτική | mantelī | mantelibus |
αιτιατική | mantele | mantelia |
κλητική | mantele | mantelia |
αφαιρετική | manteli | mantelibus |