Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπεζομάντιλο τα τραπεζομάντιλα
      γενική του τραπεζομάντιλου των τραπεζομάντιλων
    αιτιατική το τραπεζομάντιλο τα τραπεζομάντιλα
     κλητική τραπεζομάντιλο τραπεζομάντιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τραπέζι με τραπεζομάντιλο

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραπεζομάντιλο < τραπέζι + μαντίλι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τραπεζομάντιλο ουδέτερο

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία