↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπεζομάντιλο τα τραπεζομάντιλα
      γενική του τραπεζομάντιλου των τραπεζομάντιλων
    αιτιατική το τραπεζομάντιλο τα τραπεζομάντιλα
     κλητική τραπεζομάντιλο τραπεζομάντιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τραπέζι με τραπεζομάντιλο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τραπεζομάντιλο < τραπέζι + μαντίλι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

τραπεζομάντιλο ουδέτερο

Άλλες γραφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία