nappe
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
nappe | nappes |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαnappe (fr) θηλυκό
- το τραπεζομάντηλο
- (γεωλογία) το στρώμα
- La nappe phréatique est profonde. - Το υδροφόρο στρώμα είναι βαθύ.
- η κηλίδα
- Le naufrage du pétrolier a créé une nappe de pétrole. - Το ναυάγιο του πετρελαιοφόρου δημιούργησε μία κηλίδα πετρελαίου.
- το καλώδιο (στους υπολογιστές)