κομποδένω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακομποδένω
- δένω τις άκρες σχοινιού φτιάχνοντας έναν κόμπο
Συγγενικά
επεξεργασία- κομπόδεμα
- κομποδεμένος
- κομπόδεση
- → δείτε τις λέξεις κόμπος και δένω
Μεταφράσεις
επεξεργασία κομποδένω
|