κομπόδεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κομπόδεση | οι | κομποδέσεις |
γενική | της | κομπόδεσης* | των | κομποδέσεων |
αιτιατική | την | κομπόδεση | τις | κομποδέσεις |
κλητική | κομπόδεση | κομποδέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κομποδέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κομπόδεση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κομποδένω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
κομπόδεση
|