bourse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- bourse < δημώδης λατινική bursa (δέρμα)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bourse | bourses |
bourse (fr) θηλυκό
Ετυμολογία
επεξεργασία- bourse < ίσως από το όνομα ενός ξενοδοχείου της οικογένειας Van der Burse, στην πόλη Brugge
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bourse | bourses |
bourse (fr) θηλυκό