Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /poɾ.to.foˈʎu/

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πορτοφολιού ουδέτερο