↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαρτονόμισμα τα χαρτονομίσματα
      γενική του χαρτονομίσματος των χαρτονομισμάτων
    αιτιατική το χαρτονόμισμα τα χαρτονομίσματα
     κλητική χαρτονόμισμα χαρτονομίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρτονόμισμα (μαρτυρείται από το 1831)[1] < χαρτί + νόμισμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /xaɾ.toˈno.mi.zma/
 
χαρτονόμισμα των 10€

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

χαρτονόμισμα ουδέτερο

  • χάρτινο νόμισμα που εκδίδεται από την κεντρική τράπεζα μιας χώρας ή ένωσης χωρών και έχει συγκεκριμένες διαστάσεις, παραστάσεις, κείμενο και χαρακτηριστικά που δεν επιτρέπουν την αντιγραφή του

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 1104, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου