monbileto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monbileto | monbiletoj |
αιτιατική | monbileton | monbiletojn |
monbileto (eo)
- το χαρτονόμισμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | monbileto | monbiletoj |
αιτιατική | monbileton | monbiletojn |
monbileto (eo)