• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

mono

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Εσπεράντο (eo)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
  • 2 Ισπανικά (es)
    • 2.1 Ουσιαστικό
    • 2.2 Επίθετο

Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

mono < mon- + -o

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική mono monoj
αιτιατική monon monojn

mono (eo)

  • το χρήμα



Ισπανικά (es) Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ενικός πληθυντικός
mono monos

mono (es)

  • (ζωολογία) ο πίθηκος

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

ενικός ενικός πληθυντικός
αρσενικό mono monos
θηλυκό mona monas

mono (es)

  • νοστιμούλης, ομορφούλης
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=mono&oldid=4698818"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Αυγούστου 2020, στις 06:28

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Αυγούστου 2020, στις 06:28.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie