Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομορφούλης η ομορφούλα το ομορφούλικο
      γενική του ομορφούλη της ομορφούλας του ομορφούλικου
    αιτιατική τον ομορφούλη την ομορφούλα το ομορφούλικο
     κλητική ομορφούλη ομορφούλα ομορφούλικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομορφούληδες οι ομορφούλες τα ομορφούλικα
      γενική των ομορφούληδων των ομορφούλικων
    αιτιατική τους ομορφούληδες τις ομορφούλες τα ομορφούλικα
     κλητική ομορφούληδες ομορφούλες ομορφούλικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ομορφούλης < όμορφ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Επίθετο επεξεργασία

ομορφούλης

  • αρκετά όμορφος

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία