πίθηκος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πίθηκος | οι | πίθηκοι |
γενική | του | πίθηκου & πιθήκου |
των | πίθηκων & πιθήκων |
αιτιατική | τον | πίθηκο | τους | πίθηκους & πιθήκους |
κλητική | πίθηκε | πίθηκοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίθηκος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < άγνωστης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίθηκος αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) πρωτεύων θηλαστικό που ανήκει στην υπεροικογένεια των Aνθρωποειδών (π.χ. γίββωνας, χιμπατζής, ουραγκοτάγκος, άνθρωπος).
- (μεταφορικά) άσχημος άντρας, συνήθως πολυ τριχωτός
Παράγωγα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία πίθηκος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πίθηκος < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίθηκος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- πίθηκος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πίθηκος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.