Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο χιμπατζής οι χιμπατζήδες
      γενική του χιμπατζή των χιμπατζήδων
    αιτιατική τον χιμπατζή τους χιμπατζήδες
     κλητική χιμπατζή χιμπατζήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Μητέρα χιμπατζής με το μωρό της.

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιμπατζής < χιμπαντζής < (ορθογραφικό δάνειο) αγγλική chimpanzee < προέλευσης από γλώσσες μπαντού ci-mpenzi [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /çi.baˈd͡zis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐μπα‐τζής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χιμπατζής αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) μεγάλος δενδρόβιος πίθηκος που ζει στη δυτική Αφρική
  2. (μεταφορικά) δύσμορφος άνθρωπος

Άλλες μορφές επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία