ενικός         πληθυντικός  
chimpanzee chimpanzees

  Ετυμολογία

επεξεργασία
chimpanzee < (άμεσο δάνειο) προέλευσης από γλώσσες μπαντού ci-mpenzi Συγγενή: γαλλική chimpanzé
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: 👁 νέα ελληνικά: χιμπαντζής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃɪmˈpæn.zi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

chimpanzee (en)