chimpanzee
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
chimpanzee | chimpanzees |
Ετυμολογία
επεξεργασία- chimpanzee < (άμεσο δάνειο) προέλευσης από γλώσσες μπαντού ci-mpenzi Συγγενή: γαλλική chimpanzé
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: 👁 νέα ελληνικά: χιμπαντζής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /t͡ʃɪmˈpæn.zi/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαchimpanzee (en)
- (θηλαστικό ζώο) ο χιμπατζής
- άλλες μορφές: chimp
Πηγές
επεξεργασία- chimpanzee - Oxford Learner's Dictionaries
- chimpanzee - Cambridge Dictionary online
- chimpanzee - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)