singe
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
singe | singes |
singe (en)
ΡήμαΕπεξεργασία
ενεστώτας | singe |
γ΄ ενικό ενεστώτα | singes |
αόριστος | singed |
παθητική μετοχή | singed |
ενεργητική μετοχή | singeing |
singe (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
singe | singes |
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
singe (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος, η μαϊμού
- (μεταφορικά) άσχημος, κακοφτιαγμένος άνθρωπος
- (λαϊκότροπο) το αφεντικό
- (οικείο) βοδινό κρέας σε κονσέρβα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- adroit comme un singe - πολύ επιδέξιος
- faire le singe - κάνω τον πίθηκο, κάνω χαζομάρες
- laid comme un singe - πανάσχημος
- monnaie de singe - αερολογίες, υποσχέσεις στον αέρα
ΠαροιμίεςΕπεξεργασία
- on n'apprend pas à un vieux singe à faire la grimace - δεν χρειάζεται να μαθαίνεις κόλπα σε κάποιον έμπειρο