Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
singe singes

singe (en)

ενεστώτας singe
γ΄ ενικό ενεστώτα singes
αόριστος singed
παθητική μετοχή singed
ενεργητική μετοχή singeing

singe (en)



      ενικός         πληθυντικός  
singe singes

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

singe (fr) αρσενικό

  1. (θηλαστικό ζώο) ο πίθηκος, η μαϊμού
  2. (μεταφορικά) άσχημος, κακοφτιαγμένος άνθρωπος
  3. (λαϊκότροπο) το αφεντικό
  4. (οικείο) βοδινό κρέας σε κονσέρβα

Εκφράσεις

επεξεργασία

Παροιμίες

επεξεργασία