Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɜːn/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /bɝn/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
burn burns

burn (en)

  1. το κάψιμο, το έγκαυμα
    ⮡  He had a burn on his hand.
    Είχε κάψιμο στο χέρι.
    ⮡  first-/third-degree burns - εγκαύματα πρώτου/τρίτου βαθμού
    ⮡  a sunburn - ηλιακό έγκαυμα
  2. (πληροφορική) η (μόνιμη) εγγραφή, το κάψιμο, η μόνιμη εγγραφή πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
ενεστώτας burn
γ΄ ενικό ενεστώτα burns
αόριστος burned, burnt
παθητική μετοχή burned, burnt
ενεργητική μετοχή burning

burn (en)

  1. (αμετάβατο) καίω, παράγω φλόγες και ζέστη
    ⮡  The fire burned all night.
    Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
    ⮡  This wood burns easily.
    Αυτό το ξύλο καίγεται εύκολα.
  2. (αμετάβατο) καιόμενος, φλεγόμενος, που καίγεται
    ⮡  a burning pine tree - καιόμενα πεύκα
    ⮡  Two people have been trapped inside the burning building.
    Δύο άνθρωποι έχουν παγιδευτεί στο φλεγόμενο κτίριο.
    ⮡  Smoke was streaming out of the burning house.
    Ο καπνός έβγαινε κύματα από το σπίτι που καιγόταν.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, καταστρέφω, βλάπτω, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον ή κάτι από φωτιά· καταστρέφομαι, τραυματίζομαι κτλ. από φωτιά
    ⮡  The large fire burned the city.
    Η μεγάλη πυρκαγιά έκαψε την πόλη.
    ⮡  In classical antiquity, they burned the bodies of the dead.
    Στην κλασική αρχαιότητα έκαιγαν τους νεκρούς.
    ⮡  They burnt her alive/at the stake.
    Την έκαψαν ζωντανή/στην πυρά.
    ⮡  He set fire to his clothes and burnt himself.
    Έβαλε φωτιά στα ρούχα του και κάηκε.
    ⮡  Don’t touch it, you’ll get burned/you will burn yourself.
    Μην το αγγίζεις, θα καείς.
    ⮡  He burned the pants with the iron.
    Έκαψε το παντελόνι με το σίδερο.
    ⮡  You burnt (a hole in) the carpet with your cigarette.
    Έκαψες το χαλί με το τσιγάρο σου.
    ⮡  burning wood - η καύση ξύλου
    ⮡  burning trash/secret files - το κάψιμο των σκουπιδιών/των μυστικών αρχείων
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω καύσιμη ύλη για να παράγω θερμότητα, φως ή ενέργεια
    ⮡  Big cars burn a lot of gas.
    Τα μεγάλα αυτοκίνητα καίνε πολλή βενζίνη.
    ⮡  The body burns calories.
    Το σώμα καίει τις θερμίδες.
    ⮡  We have a fireplace/stove burning at home.
    Στο σπίτι καίμε τζάκι/σόμπα.
    ⮡  Before electricity was around, we used to burn oil lamps.
    Πριν έρθει ο ηλεκτρισμός καίγαμε λάμπα πετρελαίου.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, για φαγητό που έχει καταστραφεί από την υπερβολική θερμότητα
    ⮡  The meat burned/got burnt.
    Κάηκε το κρέας.
    ⮡  Something smells burnt.
    Κάτι καμένο μυρίζει.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, παθαίνω ζημιά από τον ήλιο, τη ζέστη, το οξύ κτλ.· βλάπτω κάποιον ή κάτι έτσι
    ⮡  My skin burns easily.
    Το δέρμα μου καίγεται εύκολα.
    ⮡  The child was badly burned on the face.
    Το παιδί κάηκε άσχημα στο πρόσωπο.
    ⮡  He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
    Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.
    ⮡  The scalding soup burnt my tongue.
    Η καυτή σούπα μού έκαψε τη γλώσσα.
  7. (αμετάβατο) καίω, για πόνο ή ερεθισμό που μοιάζει με κάψιμο
    ⮡  My throat is burning.
    Με καίει ο λαιμός μου.
    ⮡  Your forehead is burning (from the fever).
    Καίει το μέτωπό σου (από τον πυρετό).
    ⮡  My eyes burn from the smoke.
    Καίνε τα μάτια μου από τον καπνό.
    ⮡  The soup had so much pepper, that it burned.
    Είχε τόσο πιπέρι η σούπα, που μ' έκαψε.
  8. (αμετάβατο) καίω, που παράγει φως
    ⮡  Blow out the candle, don’t leave it burning.
    Σβήσε το κερί, μην το αφήνεις να καίει.
  9. (μεταβατικό & αμετάβατο, λογοτεχνικό) καίω, φλέγομαι, νιώθω ή δείχνω ένα πολύ δυνατό συναίσθημα ή επιθυμία
    ⮡  He’s burning with envy.
    Καίγεται από ζήλεια.
    ⮡  She’s burning with a thirst for revenge.
    Καίγεται από δίψα για εκδίκηση.
    ⮡  He was burning to go again.
    Φλέγεται να πάει ξανά.
  10. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
    ⮡  I’m burning a CD.
    Καίω σιντί.
  11. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο, οικονομία) δαπανώ, καταναλώνω, ξοδεύω χρήματα
    ⮡  I burnt a lot of money on that trip.
    Δαπάνησα πολλά σ΄ αυτό το ταξίδι.
    ⮡  He burned through all his wealth on philanthropic works.
    Κατανάλωσε όλη την περιουσία του σε φιλανθρωπικά έργα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη spend
  12. (μεταβατικό, αργκό) καίω, προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ζημιά
    ⮡  He burnt me with his testimony in court.
    Με έκαψε με την κατάθεσή του στο δικαστήριο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία