Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
burn burns

burn (en)

  1. το κάψιμο, το έγκαυμα
      He had a burn on his hand.
    Είχε κάψιμο στο χέρι.
      first-/third-degree burns - εγκαύματα πρώτου/τρίτου βαθμού
      a sunburn - ηλιακό έγκαυμα
  2. (πληροφορική) η (μόνιμη) εγγραφή, το κάψιμο, η μόνιμη εγγραφή πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
ενεστώτας burn
γ΄ ενικό ενεστώτα burns
αόριστος burned, burnt
παθητική μετοχή burned, burnt
ενεργητική μετοχή burning

burn (en)

  1. (αμετάβατο) καίω, παράγω φλόγες και ζέστη
      The fire burned all night.
    Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
      This wood burns easily.
    Αυτό το ξύλο καίγεται εύκολα.
  2. (αμετάβατο) καιόμενος, φλεγόμενος, που καίγεται
      a burning pine tree - καιόμενα πεύκα
      Two people have been trapped inside the burning building.
    Δύο άνθρωποι έχουν παγιδευτεί στο φλεγόμενο κτίριο.
      Smoke was streaming out of the burning house.
    Ο καπνός έβγαινε κύματα από το σπίτι που καιγόταν.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, καταστρέφω, βλάπτω, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον ή κάτι από φωτιά· καταστρέφομαι, τραυματίζομαι κτλ. από φωτιά
      The large fire burned the city.
    Η μεγάλη πυρκαγιά έκαψε την πόλη.
      In classical antiquity, they burned the bodies of the dead.
    Στην κλασική αρχαιότητα έκαιγαν τους νεκρούς.
      They burnt her alive/at the stake.
    Την έκαψαν ζωντανή/στην πυρά.
      He set fire to his clothes and burnt himself.
    Έβαλε φωτιά στα ρούχα του και κάηκε.
      Don’t touch it, you’ll get burned/you will burn yourself.
    Μην το αγγίζεις, θα καείς.
      He burned the pants with the iron.
    Έκαψε το παντελόνι με το σίδερο.
      You burnt (a hole in) the carpet with your cigarette.
    Έκαψες το χαλί με το τσιγάρο σου.
      burning wood - η καύση ξύλου
      burning trash/secret files - το κάψιμο των σκουπιδιών/των μυστικών αρχείων
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω καύσιμη ύλη για να παράγω θερμότητα, φως ή ενέργεια
      Big cars burn a lot of gas.
    Τα μεγάλα αυτοκίνητα καίνε πολλή βενζίνη.
      The body burns calories.
    Το σώμα καίει τις θερμίδες.
      We have a fireplace/stove burning at home.
    Στο σπίτι καίμε τζάκι/σόμπα.
      Before electricity was around, we used to burn oil lamps.
    Πριν έρθει ο ηλεκτρισμός καίγαμε λάμπα πετρελαίου.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, για φαγητό που έχει καταστραφεί από την υπερβολική θερμότητα
      The meat burned/got burnt.
    Κάηκε το κρέας.
      Something smells burnt.
    Κάτι καμένο μυρίζει.
  6. (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, παθαίνω ζημιά από τον ήλιο, τη ζέστη, το οξύ κτλ.· βλάπτω κάποιον ή κάτι έτσι
      My skin burns easily.
    Το δέρμα μου καίγεται εύκολα.
      The child was badly burned on the face.
    Το παιδί κάηκε άσχημα στο πρόσωπο.
      He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
    Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.
      The scalding soup burnt my tongue.
    Η καυτή σούπα μού έκαψε τη γλώσσα.
  7. (αμετάβατο) καίω, για πόνο ή ερεθισμό που μοιάζει με κάψιμο
      My throat is burning.
    Με καίει ο λαιμός μου.
      Your forehead is burning (from the fever).
    Καίει το μέτωπό σου (από τον πυρετό).
      My eyes burn from the smoke.
    Καίνε τα μάτια μου από τον καπνό.
      The soup had so much pepper, that it burned.
    Είχε τόσο πιπέρι η σούπα, που μ' έκαψε.
  8. (αμετάβατο) καίω, που παράγει φως
      Blow out the candle, don’t leave it burning.
    Σβήσε το κερί, μην το αφήνεις να καίει.
  9. (μεταβατικό & αμετάβατο, λογοτεχνικό) καίω, φλέγομαι, νιώθω ή δείχνω ένα πολύ δυνατό συναίσθημα ή επιθυμία
      He’s burning with envy.
    Καίγεται από ζήλεια.
      She’s burning with a thirst for revenge.
    Καίγεται από δίψα για εκδίκηση.
      He was burning to go again.
    Φλέγεται να πάει ξανά.
  10. (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
      I’m burning a CD.
    Καίω σιντί.
  11. (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο, οικονομία) δαπανώ, καταναλώνω, ξοδεύω χρήματα
      I burnt a lot of money on that trip.
    Δαπάνησα πολλά σ΄ αυτό το ταξίδι.
      He burned through all his wealth on philanthropic works.
    Κατανάλωσε όλη την περιουσία του σε φιλανθρωπικά έργα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη spend
  12. (μεταβατικό, αργκό) καίω, προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ζημιά
      He burnt me with his testimony in court.
    Με έκαψε με την κατάθεσή του στο δικαστήριο.

Συνώνυμα

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία