- ΔΦΑ : /bɜːn/ (βρετανικό)
- ΔΦΑ : /bɝn/ (ΗΠΑ)
- ⓘ ήχος (ΗΠΑ) (βοήθεια·αρχείο)
burn (en)
- (αμετάβατο) καίω, παράγω φλόγες και ζέστη
- ↪ The fire burned all night.
- Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, παθαίνω ζημιά από τον ήλιο, τη ζέστη, το οξύ κτλ.· βλάπτω κάποιον ή κάτι έτσι
- ↪ He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
- Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.
- (πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM