burn
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
burn | burns |
burn (en)
- το κάψιμο, το έγκαυμα
- ⮡ He had a burn on his hand.
- Είχε κάψιμο στο χέρι.
- ⮡ first-/third-degree burns - εγκαύματα πρώτου/τρίτου βαθμού
- ⮡ a sunburn - ηλιακό έγκαυμα
- ⮡ He had a burn on his hand.
- (πληροφορική) η (μόνιμη) εγγραφή, το κάψιμο, η μόνιμη εγγραφή πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | burn |
γ΄ ενικό ενεστώτα | burns |
αόριστος | burned, burnt |
παθητική μετοχή | burned, burnt |
ενεργητική μετοχή | burning |
burn (en)
- (αμετάβατο) καίω, παράγω φλόγες και ζέστη
- ⮡ The fire burned all night.
- Η φωτιά έκαιγε όλη τη νύχτα.
- ⮡ This wood burns easily.
- Αυτό το ξύλο καίγεται εύκολα.
- ⮡ The fire burned all night.
- (αμετάβατο) καιόμενος, φλεγόμενος, που καίγεται
- ⮡ a burning pine tree - καιόμενα πεύκα
- ⮡ Two people have been trapped inside the burning building.
- Δύο άνθρωποι έχουν παγιδευτεί στο φλεγόμενο κτίριο.
- ⮡ Smoke was streaming out of the burning house.
- Ο καπνός έβγαινε κύματα από το σπίτι που καιγόταν.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, καταστρέφω, βλάπτω, τραυματίζω ή σκοτώνω κάποιον ή κάτι από φωτιά· καταστρέφομαι, τραυματίζομαι κτλ. από φωτιά
- ⮡ The large fire burned the city.
- Η μεγάλη πυρκαγιά έκαψε την πόλη.
- ⮡ In classical antiquity, they burned the bodies of the dead.
- Στην κλασική αρχαιότητα έκαιγαν τους νεκρούς.
- ⮡ They burnt her alive/at the stake.
- Την έκαψαν ζωντανή/στην πυρά.
- ⮡ He set fire to his clothes and burnt himself.
- Έβαλε φωτιά στα ρούχα του και κάηκε.
- ⮡ Don’t touch it, you’ll get burned/you will burn yourself.
- Μην το αγγίζεις, θα καείς.
- ⮡ He burned the pants with the iron.
- Έκαψε το παντελόνι με το σίδερο.
- ⮡ You burnt (a hole in) the carpet with your cigarette.
- Έκαψες το χαλί με το τσιγάρο σου.
- ⮡ burning wood - η καύση ξύλου
- ⮡ burning trash/secret files - το κάψιμο των σκουπιδιών/των μυστικών αρχείων
- ⮡ The large fire burned the city.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω καύσιμη ύλη για να παράγω θερμότητα, φως ή ενέργεια
- ⮡ Big cars burn a lot of gas.
- Τα μεγάλα αυτοκίνητα καίνε πολλή βενζίνη.
- ⮡ The body burns calories.
- Το σώμα καίει τις θερμίδες.
- ⮡ We have a fireplace/stove burning at home.
- Στο σπίτι καίμε τζάκι/σόμπα.
- ⮡ Before electricity was around, we used to burn oil lamps.
- Πριν έρθει ο ηλεκτρισμός καίγαμε λάμπα πετρελαίου.
- ⮡ Big cars burn a lot of gas.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, για φαγητό που έχει καταστραφεί από την υπερβολική θερμότητα
- ⮡ The meat burned/got burnt.
- Κάηκε το κρέας.
- ⮡ Something smells burnt.
- Κάτι καμένο μυρίζει.
- ⮡ The meat burned/got burnt.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) καίω, παθαίνω ζημιά από τον ήλιο, τη ζέστη, το οξύ κτλ.· βλάπτω κάποιον ή κάτι έτσι
- ⮡ My skin burns easily.
- Το δέρμα μου καίγεται εύκολα.
- ⮡ The child was badly burned on the face.
- Το παιδί κάηκε άσχημα στο πρόσωπο.
- ⮡ He was burned by the sun and, after a few days, his skin started peeling.
- Κάηκε στον ήλιο και μετά από μερικές μέρες το δέρμα του άρχισε να ξεφλουδίζει.
- ⮡ The scalding soup burnt my tongue.
- Η καυτή σούπα μού έκαψε τη γλώσσα.
- ⮡ My skin burns easily.
- (αμετάβατο) καίω, για πόνο ή ερεθισμό που μοιάζει με κάψιμο
- ⮡ My throat is burning.
- Με καίει ο λαιμός μου.
- ⮡ Your forehead is burning (from the fever).
- Καίει το μέτωπό σου (από τον πυρετό).
- ⮡ My eyes burn from the smoke.
- Καίνε τα μάτια μου από τον καπνό.
- ⮡ The soup had so much pepper, that it burned.
- Είχε τόσο πιπέρι η σούπα, που μ' έκαψε.
- ⮡ My throat is burning.
- (αμετάβατο) καίω, που παράγει φως
- ⮡ Blow out the candle, don’t leave it burning.
- Σβήσε το κερί, μην το αφήνεις να καίει.
- ⮡ Blow out the candle, don’t leave it burning.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, λογοτεχνικό) καίω, φλέγομαι, νιώθω ή δείχνω ένα πολύ δυνατό συναίσθημα ή επιθυμία
- ⮡ He’s burning with envy.
- Καίγεται από ζήλεια.
- ⮡ She’s burning with a thirst for revenge.
- Καίγεται από δίψα για εκδίκηση.
- ⮡ He was burning to go again.
- Φλέγεται να πάει ξανά.
- ⮡ He’s burning with envy.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, πληροφορική) εγγράφω (μόνιμα), καίω, γράφω μόνιμα πάνω σε CD, DVD, μνήμη ROM
- ⮡ I’m burning a CD.
- Καίω σιντί.
- ⮡ I’m burning a CD.
- (μεταβατικό & αμετάβατο, ανεπίσημο, οικονομία) δαπανώ, καταναλώνω, ξοδεύω χρήματα
- (μεταβατικό, αργκό) καίω, προκαλώ σε κάποιον μεγάλη ζημιά
- ⮡ He burnt me with his testimony in court.
- Με έκαψε με την κατάθεσή του στο δικαστήριο.
- ⮡ He burnt me with his testimony in court.