burning
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαburning (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- διακαής, φλογερός, για συναισθήματα κτλ. που είναι πολύ δυνατά
- φλέγων, που καίει, για πολύ σημαντικό πρόβλημα που απαιτεί άμεση αντιμετώπιση
- ⮡ α burning question - φλέγον ερώτημα/ερώτημα που καίει
- ⮡ Unemployment is a burning issue for young people.
- Η ανεργία είναι ένα πρόβλημα που καίει τους νέους.
- αίσθημα καψίματος, για οδυνηρό αίσθημα που δοκιμάζει κάποιος
- ⮡ She felt a burning sensation in her throat.
- Ένιωσε μια αίσθηση καψίματος στον λαιμό της.
- ⮡ The burning feeling from nitric acid is very painful.
- Είναι πολύ οδυνηρό το κάψιμο από ακουαφόρτε.
- ⮡ She felt a burning sensation in her throat.
- φλογερός, καυτός, πολύ ζεστός
- ⮡ the burning sun - ο φλογερός/καυτός ήλιος
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | burning |
συγκριτικός | more burning |
υπερθετικός | most burning |
burning (en)
- (στην έκφραση burning hot) καυτός
- ⮡ This tea is burning hot.
- Αυτό το τσάι είναι καυτό.
- ⮡ This tea is burning hot.
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαburning (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του burn