spend
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | spend |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spends |
αόριστος | spent |
παθητική μετοχή | spent |
ενεργητική μετοχή | spending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαspend (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ξοδεύω, δίνω χρήματα για να πληρώσω αγαθά, υπηρεσίες κτλ.
- ⮡ She spends a lot on clothes/trips/luxuries.
- Ξοδεύει πολλά για ρούχα/ταξίδια/λούσα.
- ⮡ They spent all their capital on equipment.
- Ξόδεψαν όλο τους το κεφάλαιο για μηχανήματα.
- ⮡ She spends a lot on clothes/trips/luxuries.
- (μεταβατικό) περνάω την ώρα μου, βγάζω, ξοδεύω, χρησιμοποιώ τον χρόνο για συγκεκριμένο σκοπό
- ⮡ I spent the evening reading.
- Πέρασα το βράδυ διαβάζοντας.
- ⮡ We spent the afternoon lying on the sand.
- Περάσαμε το απόγευμα ξαπλωμένοι στην αμμουδιά.
- ⮡ How do you spend your evenings?
- Πώς τη βγάζεις τα βράδια;
- ⮡ I am spending time and energy.
- Ξοδεύω χρόνο και προσπάθεια.
- ⮡ He spent his life teaching.
- Ξόδεψε τη ζωή του στη διδασκαλία.
- ⮡ I spent the evening reading.
- (μεταβατικό) ξοδεύω, χρησιμοποιώ κάτι ειδικά μέχρι να έχει χρησιμοποιηθεί όλο
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- spend - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 614, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, ξοδεύω, περνώ