Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας spend
γ΄ ενικό ενεστώτα spends
αόριστος spent
παθητική μετοχή spent
ενεργητική μετοχή spending
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Ρήμα επεξεργασία

spend (en)

  1. ξοδεύω
  2. (μεταβατικό) περνάω την ώρα μου, βγάζω, χρησιμοποιώ τον χρόνο για συγκεκριμένο σκοπό
    I spent the evening reading.
    Πέρασα το βράδυ διαβάζοντας.
    We spent the afternoon lying on the sand.
    Περάσαμε το απόγευμα ξαπλωμένοι στην αμμουδιά.
    How do you spend your evenings?
    Πώς τη βγάζεις τα βράδια;

  Πηγές επεξεργασία