ενεστώτας spend
γ΄ ενικό ενεστώτα spends
αόριστος spent
παθητική μετοχή spent
ενεργητική μετοχή spending
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spend (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξοδεύω, δίνω χρήματα για να πληρώσω αγαθά, υπηρεσίες κτλ.
    ⮡  She spends a lot on clothes/trips/luxuries.
    Ξοδεύει πολλά για ρούχα/ταξίδια/λούσα.
    ⮡  They spent all their capital on equipment.
    Ξόδεψαν όλο τους το κεφάλαιο για μηχανήματα.
  2. (μεταβατικό) περνάω την ώρα μου, βγάζω, ξοδεύω, χρησιμοποιώ τον χρόνο για συγκεκριμένο σκοπό
    ⮡  I spent the evening reading.
    Πέρασα το βράδυ διαβάζοντας.
    ⮡  We spent the afternoon lying on the sand.
    Περάσαμε το απόγευμα ξαπλωμένοι στην αμμουδιά.
    ⮡  How do you spend your evenings?
    Πώς τη βγάζεις τα βράδια;
    ⮡  I am spending time and energy.
    Ξοδεύω χρόνο και προσπάθεια.
    ⮡  He spent his life teaching.
    Ξόδεψε τη ζωή του στη διδασκαλία.
  3. (μεταβατικό) ξοδεύω, χρησιμοποιώ κάτι ειδικά μέχρι να έχει χρησιμοποιηθεί όλο
    ⮡  They spent all their ammunition.
    Ξόδεψαν όλα τους τα πυρομαχικά.
     συνώνυμα: use up

Συνώνυμα

επεξεργασία