spend
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ενεστώτας | spend |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | spends |
αόριστος | spent |
παθητική μετοχή | spent |
ενεργητική μετοχή | spending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
ΡήμαΕπεξεργασία
spend (en)
ενεστώτας | spend |
---|---|
γ΄ ενικό ενεστώτα | spends |
αόριστος | spent |
παθητική μετοχή | spent |
ενεργητική μετοχή | spending |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
spend (en)