Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας use up
γ΄ ενικό ενεστώτα uses up
αόριστος used up
παθητική μετοχή used up
ενεργητική μετοχή using up

  Ετυμολογία επεξεργασία

use up < → δείτε τις λέξεις use και up

  Ρήμα επεξεργασία

use up (en)

  • ξοδεύω, χρησιμοποιώ όλο κάτι για να μην μείνει τίποτα
    They used up all their ammunition.
    Ξόδεψαν όλα τους τα πυρομαχικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη spend

  Πηγές επεξεργασία