use up
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | use up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | uses up |
αόριστος | used up |
παθητική μετοχή | used up |
ενεργητική μετοχή | using up |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαuse up (en)
- ξοδεύω, χρησιμοποιώ όλο κάτι για να μην μείνει τίποτα
Πηγές
επεξεργασία- use up - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 614. ISBN 9780194325684., λήμμα: ξοδεύω