ενεστώτας use up
γ΄ ενικό ενεστώτα uses up
αόριστος used up
παθητική μετοχή used up
ενεργητική μετοχή using up

  Ετυμολογία

επεξεργασία
use up < → δείτε τις λέξεις use και up

use up (en)

  • ξοδεύω, χρησιμοποιώ όλο κάτι για να μην μείνει τίποτα
    ⮡  They used up all their ammunition.
    Ξόδεψαν όλα τους τα πυρομαχικά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη spend