Ετυμολογία

επεξεργασία

φλέγομαι μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό (ή και ενεργητικός τύπος φλέγω[2])

  1. καίγομαι
    παράδειγμα  το κτίριο φλεγόταν, ενώ σε λίγο έπεσε ολόκληρο
  2. (μεταφορικά) είμαι πολύ ζεστός
    παράδειγμα  το κέντρο της πόλης φλέγεται κάθε φορά που ανεβαίνει η θερμοκρασία
  3. (μεταφορικά) κατέχομαι από έντονο συναίσθημα
    παράδειγμα  σε λίγο κλείνει τα δεκαοχτώ και φλέγεται να μπει στην ενήλικη ζωή
    παράδειγμα  η ψυχή τους φλεγόταν από μία και μόνη έντονη επιθυμία
  4. (συνεκδοχικά) θυμώνω εύκολα
     συνώνυμα: εξάπτομαι

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • θέμα φλεγ-  δείτε τη λέξη φλέγω
  • θέμα φλογ-  δείτε τη λέξη φλόγα

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. φλέγομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. «φλέγω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)