φλέγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- φλέγομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλέγω ή φλέγομαι[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfle.ɣo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλέ‐γο‐μαι
Ρήμα
επεξεργασία
φλέγομαι μόνο σε ενεστώτα και παρατατικό (ή και ενεργητικός τύπος φλέγω[2])
- καίγομαι
το κτίριο φλεγόταν, ενώ σε λίγο έπεσε ολόκληρο
- (μεταφορικά) είμαι πολύ ζεστός
το κέντρο της πόλης φλέγεται κάθε φορά που ανεβαίνει η θερμοκρασία
- (μεταφορικά) κατέχομαι από έντονο συναίσθημα
σε λίγο κλείνει τα δεκαοχτώ και φλέγεται να μπει στην ενήλικη ζωή
η ψυχή τους φλεγόταν από μία και μόνη έντονη επιθυμία
- (συνεκδοχικά) θυμώνω εύκολα
Κλίση
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- αναφλέγομαι
- Όροι με φλέγομαι — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Συγγενικά
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φλέγομαι
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ φλέγομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «φλέγω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)