φλέγομαι
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- φλέγομαι < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική φλέγω ή φλέγομαι[1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈflɛ.ɣɔ.mɛ/
- συλλαβισμός : φλέ‐γο‐μαι
ΡήμαΕπεξεργασία
φλέγομαι
- καίγομαι
- το κτήριο φλεγόταν, ενώ σε λίγο έπεσε ολόκληρο
- (μεταφορικά) είμαι πολύ ζεστός
- το κέντρο της πόλης φλέγεται κάθε φορά που ανεβαίνει η θερμοκρασία
- (μεταφορικά) κατέχομαι από έντονο συναίσθημα
- σε λίγο κλείνει τα δεκαοχτώ και φλέγεται να μπει στην ενήλικη ζωή
- η ψυχή τους φλεγόταν από μία και μόνη έντονη επιθυμία
- (συνεκδοχικά) θυμώνω εύκολα
ΚλίσηΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «φλέγομαι» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.