αναφλέγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναφλέγομαι: παθητική φωνή του ρήματος αναφλέγω
Ρήμα
επεξεργασίααναφλέγομαι, πρτ.: αναφλεγόμουν, στ.μέλλ.: θα αναφλεχθώ, αόρ.: αναφλέχθηκαμτχ. ενεστώτα αναφλεγόμενος λόγιες μτχ. αορ. αναφλεγείς - αναφλεχθείς
- (για εύφλεκτα υλικά) αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά, ανάβω
- 'Η αντλία δεν λειτούργησε με αποτέλεσμα να σημειωθεί διαρροή αερίου υψηλής πίεσης, το οποίο στη συνέχεια αναφλέχθηκε
- (μεταφορικά) πυροδοτούμαι, είμαι σε επικίνδυνη φάση και υπάρχει κινδυνος να αρπάξω ανεξέλεγκτη φωτιά, να εκραγώ
- H Mεσόγειος είναι έτοιμη να αναφλεχθεί (και να αναφλεγεί)
- τράβηξε τον πυροκροτητή της βόμβας, όμως ο εκρηκτικός μηχανισμός δεν αναφλέχθηκε
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναφλέγομαι | αναφλεγόμουν(α) | θα αναφλέγομαι | να αναφλέγομαι | ||
β' ενικ. | αναφλέγεσαι | αναφλεγόσουν(α) | θα αναφλέγεσαι | να αναφλέγεσαι | (αναφλέγου) | |
γ' ενικ. | αναφλέγεται | αναφλεγόταν(ε) | θα αναφλέγεται | να αναφλέγεται | ||
α' πληθ. | αναφλεγόμαστε | αναφλεγόμαστε αναφλεγόμασταν |
θα αναφλεγόμαστε | να αναφλεγόμαστε | ||
β' πληθ. | αναφλέγεστε | αναφλεγόσαστε αναφλεγόσασταν |
θα αναφλέγεστε | να αναφλέγεστε | (αναφλέγεστε) | |
γ' πληθ. | αναφλέγονται | αναφλέγονταν αναφλεγόντουσαν |
θα αναφλέγονται | να αναφλέγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναφλέχτηκα | θα αναφλεχτώ | να αναφλεχτώ | αναφλεχτεί | ||
β' ενικ. | αναφλέχτηκες | θα αναφλεχτείς | να αναφλεχτείς | αναφλέξου | ||
γ' ενικ. | αναφλέχτηκε | θα αναφλεχτεί | να αναφλεχτεί | |||
α' πληθ. | αναφλεχτήκαμε | θα αναφλεχτούμε | να αναφλεχτούμε | |||
β' πληθ. | αναφλεχτήκατε | θα αναφλεχτείτε | να αναφλεχτείτε | αναφλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | αναφλέχτηκαν αναφλεχτήκαν(ε) |
θα αναφλεχτούν(ε) | να αναφλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναφλεχτεί | είχα αναφλεχτεί | θα έχω αναφλεχτεί | να έχω αναφλεχτεί | αναφλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναφλεχτεί | είχες αναφλεχτεί | θα έχεις αναφλεχτεί | να έχεις αναφλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναφλεχτεί | είχε αναφλεχτεί | θα έχει αναφλεχτεί | να έχει αναφλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναφλεχτεί | είχαμε αναφλεχτεί | θα έχουμε αναφλεχτεί | να έχουμε αναφλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναφλεχτεί | είχατε αναφλεχτεί | θα έχετε αναφλεχτεί | να έχετε αναφλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναφλεχτεί | είχαν αναφλεχτεί | θα έχουν αναφλεχτεί | να έχουν αναφλεχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναφλέγομαι