Δείτε επίσης: ἀναφλέγω, αναφλογίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναφλέγω < αρχαία ελληνική ἀναφλέγω

αναφλέγω, πρτ.: ανέφλεγα, στ.μέλλ.: θα αναφλέξω, αόρ.: ανέφλεξα, μτχ. εν. αναφλέγοντας· παθητική φωνή: αναφλέγομαι

  • βάζω φωτιά σε κάτι, πυροδοτώ, προκαλώ ανάφλεξη, μεταδίδω τη φωτιά, καίω
    • Λιωμένο αλουμίνιο από το κλιματιστικό ανέφλεξε χαρτιά στο δάπεδο της αποθήκης
    • Το αερόπλοιο Χίντεμπουργκ «γειώθηκε» και ο στατικός ηλεκτρισμός προκάλεσε τον σπινθήρα που ανέφλεξε το υδρογόνο και …

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία