↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφλεκτικός η αναφλεκτική το αναφλεκτικό
      γενική του αναφλεκτικού της αναφλεκτικής του αναφλεκτικού
    αιτιατική τον αναφλεκτικό την αναφλεκτική το αναφλεκτικό
     κλητική αναφλεκτικέ αναφλεκτική αναφλεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφλεκτικοί οι αναφλεκτικές τα αναφλεκτικά
      γενική των αναφλεκτικών των αναφλεκτικών των αναφλεκτικών
    αιτιατική τους αναφλεκτικούς τις αναφλεκτικές τα αναφλεκτικά
     κλητική αναφλεκτικοί αναφλεκτικές αναφλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναφλεκτικός < αναφλέγω + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αναφλεκτικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία