Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αναφλεκτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αναφλεκτικ
ός
η
αναφλεκτικ
ή
το
αναφλεκτικ
ό
γενική
του
αναφλεκτικ
ού
της
αναφλεκτικ
ής
του
αναφλεκτικ
ού
αιτιατική
τον
αναφλεκτικ
ό
την
αναφλεκτικ
ή
το
αναφλεκτικ
ό
κλητική
αναφλεκτικ
έ
αναφλεκτικ
ή
αναφλεκτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αναφλεκτικ
οί
οι
αναφλεκτικ
ές
τα
αναφλεκτικ
ά
γενική
των
αναφλεκτικ
ών
των
αναφλεκτικ
ών
των
αναφλεκτικ
ών
αιτιατική
τους
αναφλεκτικ
ούς
τις
αναφλεκτικ
ές
τα
αναφλεκτικ
ά
κλητική
αναφλεκτικ
οί
αναφλεκτικ
ές
αναφλεκτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αναφλεκτικός
<
αναφλέγω
+
-τικός
Επίθετο
επεξεργασία
αναφλεκτικός, -ή, -ό
που έχει
σχέση
με την
ανάφλεξη
, αναφέρεται σ’ αυτή ή την προκαλεί
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
αναφλέγω
,
φλέγω
και
φλόγα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αναφλεκτικός
αγγλικά
:
igniting
(en)