αυταναφλέγομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αυταναφλέγομαι < αυτο- + αναφλέγομαι
Ρήμα
επεξεργασίααυταναφλέγομαι (αποθετικό)
- αναφλέγομαι από μόνος μου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αυτανάφλεξη
- → δείτε τις λέξεις αυτός, αναφλέγω και φλόγα
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αυταναφλέγομαι | αυταναφλεγόμουν(α) | θα αυταναφλέγομαι | να αυταναφλέγομαι | ||
β' ενικ. | αυταναφλέγεσαι | αυταναφλεγόσουν(α) | θα αυταναφλέγεσαι | να αυταναφλέγεσαι | (αυταναφλέγου) | |
γ' ενικ. | αυταναφλέγεται | αυταναφλεγόταν(ε) | θα αυταναφλέγεται | να αυταναφλέγεται | ||
α' πληθ. | αυταναφλεγόμαστε | αυταναφλεγόμαστε αυταναφλεγόμασταν |
θα αυταναφλεγόμαστε | να αυταναφλεγόμαστε | ||
β' πληθ. | αυταναφλέγεστε | αυταναφλεγόσαστε αυταναφλεγόσασταν |
θα αυταναφλέγεστε | να αυταναφλέγεστε | (αυταναφλέγεστε) | |
γ' πληθ. | αυταναφλέγονται | αυταναφλέγονταν αυταναφλεγόντουσαν |
θα αυταναφλέγονται | να αυταναφλέγονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αυταναφλέχτηκα | θα αυταναφλεχτώ | να αυταναφλεχτώ | αυταναφλεχτεί | ||
β' ενικ. | αυταναφλέχτηκες | θα αυταναφλεχτείς | να αυταναφλεχτείς | αυταναφλέξου | ||
γ' ενικ. | αυταναφλέχτηκε | θα αυταναφλεχτεί | να αυταναφλεχτεί | |||
α' πληθ. | αυταναφλεχτήκαμε | θα αυταναφλεχτούμε | να αυταναφλεχτούμε | |||
β' πληθ. | αυταναφλεχτήκατε | θα αυταναφλεχτείτε | να αυταναφλεχτείτε | αυταναφλεχτείτε | ||
γ' πληθ. | αυταναφλέχτηκαν αυταναφλεχτήκαν(ε) |
θα αυταναφλεχτούν(ε) | να αυταναφλεχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αυταναφλεχτεί | είχα αυταναφλεχτεί | θα έχω αυταναφλεχτεί | να έχω αυταναφλεχτεί | αυταναφλεγμένος | |
β' ενικ. | έχεις αυταναφλεχτεί | είχες αυταναφλεχτεί | θα έχεις αυταναφλεχτεί | να έχεις αυταναφλεχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αυταναφλεχτεί | είχε αυταναφλεχτεί | θα έχει αυταναφλεχτεί | να έχει αυταναφλεχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αυταναφλεχτεί | είχαμε αυταναφλεχτεί | θα έχουμε αυταναφλεχτεί | να έχουμε αυταναφλεχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αυταναφλεχτεί | είχατε αυταναφλεχτεί | θα έχετε αυταναφλεχτεί | να έχετε αυταναφλεχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αυταναφλεχτεί | είχαν αυταναφλεχτεί | θα έχουν αυταναφλεχτεί | να έχουν αυταναφλεχτεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αυταναφλέγομαι
|