Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτανάφλεξη οι αυταναφλέξεις
      γενική της αυτανάφλεξης των αυταναφλέξεων
    αιτιατική την αυτανάφλεξη τις αυταναφλέξεις
     κλητική αυτανάφλεξη αυταναφλέξεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αυτανάφλεξη < αυτ- + ανάφλεξη, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική autoignition[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.ftaˈna.fle.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αυ‐τα‐νά‐φλε‐ξη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αυτανάφλεξη θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία