πυροδοτώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- πυροδοτώ < πυρ + -ο- + -δοτώ (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική mettre le feu)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pi.ɾo.ðoˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πυ‐ρο‐δο‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίαπυροδοτώ (παθητική φωνή: πυροδοτούμαι)
- (κυριολεκτικά) μεταδίδω πυρ σε εκρηκτικό γέμισμα
- (μεταφορικά) δημιουργώ την αρχή μελλοντικών αντιδράσεων, εξελίξεων ή ενεργειών
Συγγενικά
επεξεργασία- αναπυροδότηση
- αναπυροδοτούμενος
- αναπυροδοτώ
- αποπυροδοτώ
- απυροδότητος
- αυτοπυροδότηση
- πυροδοτημένος
- πυροδότης
- πυροδότηση
- πυροδοτικός
- πυροδότρα
- → δείτε τις λέξεις πυρ και δίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πυροδοτώ | πυροδοτούσα | θα πυροδοτώ | να πυροδοτώ | πυροδοτώντας | |
β' ενικ. | πυροδοτείς | πυροδοτούσες | θα πυροδοτείς | να πυροδοτείς | ||
γ' ενικ. | πυροδοτεί | πυροδοτούσε | θα πυροδοτεί | να πυροδοτεί | ||
α' πληθ. | πυροδοτούμε | πυροδοτούσαμε | θα πυροδοτούμε | να πυροδοτούμε | ||
β' πληθ. | πυροδοτείτε | πυροδοτούσατε | θα πυροδοτείτε | να πυροδοτείτε | πυροδοτείτε | |
γ' πληθ. | πυροδοτούν(ε) | πυροδοτούσαν(ε) | θα πυροδοτούν(ε) | να πυροδοτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πυροδότησα | θα πυροδοτήσω | να πυροδοτήσω | πυροδοτήσει | ||
β' ενικ. | πυροδότησες | θα πυροδοτήσεις | να πυροδοτήσεις | πυροδότησε | ||
γ' ενικ. | πυροδότησε | θα πυροδοτήσει | να πυροδοτήσει | |||
α' πληθ. | πυροδοτήσαμε | θα πυροδοτήσουμε | να πυροδοτήσουμε | |||
β' πληθ. | πυροδοτήσατε | θα πυροδοτήσετε | να πυροδοτήσετε | πυροδοτήστε | ||
γ' πληθ. | πυροδότησαν πυροδοτήσαν(ε) |
θα πυροδοτήσουν(ε) | να πυροδοτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω πυροδοτήσει | είχα πυροδοτήσει | θα έχω πυροδοτήσει | να έχω πυροδοτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις πυροδοτήσει | είχες πυροδοτήσει | θα έχεις πυροδοτήσει | να έχεις πυροδοτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει πυροδοτήσει | είχε πυροδοτήσει | θα έχει πυροδοτήσει | να έχει πυροδοτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε πυροδοτήσει | είχαμε πυροδοτήσει | θα έχουμε πυροδοτήσει | να έχουμε πυροδοτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε πυροδοτήσει | είχατε πυροδοτήσει | θα έχετε πυροδοτήσει | να έχετε πυροδοτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν πυροδοτήσει | είχαν πυροδοτήσει | θα έχουν πυροδοτήσει | να έχουν πυροδοτήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | πυροδοτούμαι | πυροδοτούμουν | θα πυροδοτούμαι | να πυροδοτούμαι | πυροδοτούμενος | |
β' ενικ. | πυροδοτείσαι | πυροδοτούσουν | θα πυροδοτείσαι | να πυροδοτείσαι | ||
γ' ενικ. | πυροδοτείται | πυροδοτούνταν | θα πυροδοτείται | να πυροδοτείται | ||
α' πληθ. | πυροδοτούμαστε | πυροδοτούμασταν πυροδοτούμαστε |
θα πυροδοτούμαστε | να πυροδοτούμαστε | ||
β' πληθ. | πυροδοτείστε | πυροδοτούσασταν πυροδοτούσαστε |
θα πυροδοτείστε | να πυροδοτείστε | πυροδοτείστε | |
γ' πληθ. | πυροδοτούνται | πυροδοτούνταν | θα πυροδοτούνται | να πυροδοτούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | πυροδοτήθηκα | θα πυροδοτηθώ | να πυροδοτηθώ | πυροδοτηθεί | ||
β' ενικ. | πυροδοτήθηκες | θα πυροδοτηθείς | να πυροδοτηθείς | πυροδοτήσου | ||
γ' ενικ. | πυροδοτήθηκε | θα πυροδοτηθεί | να πυροδοτηθεί | |||
α' πληθ. | πυροδοτηθήκαμε | θα πυροδοτηθούμε | να πυροδοτηθούμε | |||
β' πληθ. | πυροδοτηθήκατε | θα πυροδοτηθείτε | να πυροδοτηθείτε | πυροδοτηθείτε | ||
γ' πληθ. | πυροδοτήθηκαν πυροδοτηθήκαν(ε) |
θα πυροδοτηθούν(ε) | να πυροδοτηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω πυροδοτηθεί | είχα πυροδοτηθεί | θα έχω πυροδοτηθεί | να έχω πυροδοτηθεί | πυροδοτημένος | |
β' ενικ. | έχεις πυροδοτηθεί | είχες πυροδοτηθεί | θα έχεις πυροδοτηθεί | να έχεις πυροδοτηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει πυροδοτηθεί | είχε πυροδοτηθεί | θα έχει πυροδοτηθεί | να έχει πυροδοτηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε πυροδοτηθεί | είχαμε πυροδοτηθεί | θα έχουμε πυροδοτηθεί | να έχουμε πυροδοτηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε πυροδοτηθεί | είχατε πυροδοτηθεί | θα έχετε πυροδοτηθεί | να έχετε πυροδοτηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν πυροδοτηθεί | είχαν πυροδοτηθεί | θα έχουν πυροδοτηθεί | να έχουν πυροδοτηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι πυροδοτημένος - είμαστε, είστε, είναι πυροδοτημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν πυροδοτημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν πυροδοτημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι πυροδοτημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι πυροδοτημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι πυροδοτημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι πυροδοτημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία πυροδοτώ
Πηγές
επεξεργασία- πυροδοτώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- πυροδοτώ - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πυροδοτώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)