Ετυμολογία

επεξεργασία

πυροδοτώ (παθητική φωνή: πυροδοτούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) μεταδίδω πυρ σε εκρηκτικό γέμισμα
  2. (μεταφορικά) δημιουργώ την αρχή μελλοντικών αντιδράσεων, εξελίξεων ή ενεργειών

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία