Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
-δοτώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθημα
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
-δοτώ
<
αρχαία ελληνική
δοτῶ
<
δίδωμι
Επίθημα
επεξεργασία
-δοτώ
β’
συνθετικό
ρημάτων
που εκφράζουν
δόσιμο
αυτού που δηλώνει το α’
συνθετικό
μειο
δοτώ
Δείτε επίσης
επεξεργασία
-δοσία
-δότημα
-δότης
-δότηση
→
δείτε
τη λέξη
δίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
-δοτώ