δόσιμο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δόσιμο | τα | δοσίματα |
γενική | του | δοσίματος | των | δοσιμάτων |
αιτιατική | το | δόσιμο | τα | δοσίματα |
κλητική | δόσιμο | δοσίματα | ||
Κατηγορία όπως «δέσιμο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δόσιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική δόσιμο(ν) < ελληνιστική κοινή δόσιμος < αρχαία ελληνική δίδωμι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδόσιμο ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του δίνω
- αφοσίωση
- ※ Και πρέπει να σημειωθεί πως το δόσιμο του Λόρκα στις καλές τέχνες συναντούσε την έντονη αντίθεση του πατέρα του, που επιθυμούσε να τον δει κατά κύριο λόγο επιστήμονα. (Έλλη Αλεξίου (1979) Λόρκα [δοκίμιο])
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδόσιμο ουδέτερο (πληθυντικός: δοσίματα)
- άλλη μορφή του δόσιμον