Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δόσιμον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δόσιμος (ελληνιστική κοινή ). Μορφολογικά αναλύεται σε (δίδω) δοσ- + -ιμον.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δόσιμον ουδέτερο ή δόσιμο

  1. δωρεά, προσφορά
     συνώνυμα: δόσις, δόσμαν, τὰ δώσια, → δείτε και  δίδω χάρισμαν
  2. φόρος
     συνώνυμα: δόσις
  3. χτύπημα
     συνώνυμα: δόσις, δόσμαν, τὰ δώσια

Κλιτικοί τύποι επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

με το δόσιμος

→ και δείτε τη λέξη δίδω

  Πηγές επεξεργασία