δοσίματα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
δοσίματα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δόσιμο
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
δοσίματα ουδέτερο
- πληθυντικός αριθμός του δόσιμον ή δόσιμο