Δείτε επίσης: δότης

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο -δότης οι -δότες
      γενική του -δότη των -δοτών
    αιτιατική τον -δότη τους -δότες
     κλητική -δότη -δότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

-δότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -δότης < δίδωμι [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈðo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: -δό‐της

  Επίθημα επεξεργασία

-δότης αρσενικό (θηλυκό -δότρια / λαϊκότροπο -δότρα / λόγιο -δότειρα)

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δίνω

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία