τροφοδότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τροφοδότης < μεσαιωνική ελληνική τροφοδότης < τροφ(ή) + -ο- + -δότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίατροφοδότης αρσενικό (θηλυκό: τροφοδότρια & τροφοδότρα)
- (κυριολεκτικά) (επάγγελμα, παρωχημένο) αυτός που τροφοδοτεί, που είναι υπεύθυνος για την τροφοδοσία / τροφοδότηση, την εξασφάλιση των αναγκαίων για τη διατροφή
- (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) αυτός που δίνει, που παρέχει
- (μεταφορικά) (λογοτεχνικό) ζωοδότης
Συγγενικά
επεξεργασία- ανατροφοδότηση
- ατροφοδότητος
- μισθοτροφοδοσία
- τροφοδοσία
- τροφοδοτημένος
- τροφοδότηση
- τροφοδοτικό
- τροφοδοτικός
- τροφοδότρα
- τροφοδότρια
- τροφοδοτώ
- → δείτε τις λέξεις τροφή και δίνω