↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυτοπυροδότηση οι αυτοπυροδοτήσεις
      γενική της αυτοπυροδότησης* των αυτοπυροδοτήσεων
    αιτιατική την αυτοπυροδότηση τις αυτοπυροδοτήσεις
     κλητική αυτοπυροδότηση αυτοπυροδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αυτοπυροδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αυτοπυροδότηση < αυτο- + πυροδότηση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αυτοπυροδότηση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αυτοπυροδότηση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)