↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυροδότης οι πυροδότες
      γενική του πυροδότη των πυροδοτών
    αιτιατική τον πυροδότη τους πυροδότες
     κλητική πυροδότη πυροδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυροδότης < πυροδοτώ + -της (αναδρομικός σχηματισμός)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυροδότης αρσενικό (θηλυκό πυροδότρα)

  1. (κυριολεκτικά, μεταφορικά) κάποιος που πυροδοτεί
  2. (ειδικότερα) μηχανισμός πυροδότησης
  3. (επάγγελμα) ειδικός στις εκρηκτικές ύλες
  4. (μεταφορικά) κάποιος που δημιουργεί αναστάτωση ή προκαλεί εντάσεις

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • πυροδότης - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)