ενεστώτας initiate
γ΄ ενικό ενεστώτα initiates
αόριστος initiated
παθητική μετοχή initiated
ενεργητική μετοχή initiating

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɪˈnɪʃɪeɪt/

initiate (en)

  1. ξεκινώ, αρχίζω
    ⮡  We need to initiate discussions as soon as possible. Χρειάζεται να αρχίσουμε συζητήσεις το γρηγορότερο δυνατόν
  2. μυώ
    ⮡  She was formally initiated into the cult. Μυήθηκε και επισήμως στην αίρεση.

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία