initiate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | initiate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | initiates |
αόριστος | initiated |
παθητική μετοχή | initiated |
ενεργητική μετοχή | initiating |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαinitiate (en)
- ξεκινώ, αρχίζω
- ⮡ We need to initiate discussions as soon as possible. Χρειάζεται να αρχίσουμε συζητήσεις το γρηγορότερο δυνατόν
- μυώ
- ⮡ She was formally initiated into the cult. Μυήθηκε και επισήμως στην αίρεση.