ενικός         πληθυντικός  
initialism initialisms

  Ετυμολογία

επεξεργασία
initialism < initial + -ism

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

initialism (en)

  • (γλωσσολογία) το αρκτικόλεξο, συντομογραφία που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα πλήρων λέξεων
    ⮡  The initialism HTO stands for the Hellenic Telecommunications Organization.
    Το αρκτικόλεξο ΟΤΕ σημαίνει Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Ελλάδος.

Δείτε επίσης

επεξεργασία