initial
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinitial (en) (χωρίς παραθετικά, μόνο πριν από το ουσιαστικό)
- αρχικός
- ⮡ the initial stages of a venture - τα αρχικά στάδια ενός εγχειρήματος
- ⮡ my initial proposal - η αρχική μου πρόσταση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
initial | initials |
initial (en)
- το αρχικό (γράμμα)
- ⮡ What do these initials indicate?
- Τι δηλώνουν αυτά τα αρχικά;
- ⮡ What do these initials indicate?
Πηγές
επεξεργασία- initial (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- initial (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- initial (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαinitial (fr)