complete
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | complete |
συγκριτικός | more complete |
υπερθετικός | most complete |
complete (en)
- (όχι πριν από το ουσιαστικό) ολοκληρωμένος, τελειωμένος
- ↪ My report isn’t complete yet.
- Η έκθεσή μου δεν έχει ολοκληρωθεί/τελειώσει ακόμα.
- ↪ My report isn’t complete yet.
- (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) πλήρης, τέλειος, σκέτος, χρησιμοποιείται όταν τονίζω κάτι, για να σημαίνει "στο μέγιστο δυνατό βαθμό"
- (μαθηματικά) πλήρης
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | complete |
γ΄ ενικό ενεστώτα | completes |
αόριστος | completed |
παθητική μετοχή | completed |
ενεργητική μετοχή | completing |
complete (en)