ενεστώτας fill in
γ΄ ενικό ενεστώτα fills in
αόριστος filled in
παθητική μετοχή filled in
ενεργητική μετοχή filling in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fill in < → δείτε τις λέξεις fill και in

fill in (en)

  1. αντικατασταίνω, κάνω τη δουλειά κάποιου για λίγο ενώ δεν είναι εκεί
    ⮡  Who will fill in for me tomorrow?
    Ποιος θα με αντικαταστήσει αύριο;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη replace
  2. γεμίζω κάτι εντελώς
    ⮡  Fill in the blanks with the correct words.
    Γεμίστε τα κενά με τις σωστές λέξεις.
  3. συμπληρώνω
  4. ενημερώνω