Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τελειωμένος η τελειωμένη το τελειωμένο
      γενική του τελειωμένου της τελειωμένης του τελειωμένου
    αιτιατική τον τελειωμένο την τελειωμένη το τελειωμένο
     κλητική τελειωμένε τελειωμένη τελειωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τελειωμένοι οι τελειωμένες τα τελειωμένα
      γενική των τελειωμένων των τελειωμένων των τελειωμένων
    αιτιατική τους τελειωμένους τις τελειωμένες τα τελειωμένα
     κλητική τελειωμένοι τελειωμένες τελειωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

τελειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τελειώνω

  Προφορά 1 επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.ʎoˈme.nos/ με συνίζηση σημασία: ολοκληρώνω → δείτε τη λέξη τελειώνω
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λειω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

τελειωμένος, -η, -ο

  1. που έχει τελειώσει, έχει φτάσει στο τέλος του
  2. που δεν έχει μέλλον, ο αποτυχημένος, ο ξοφλημένος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

τελειωμένος < μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος τελειώνομαι

  Προφορά 2 επεξεργασία

ΔΦΑ : /te.li.oˈme.nos/ χωρίς συνίζηση του τελειώνομαι σημασία: τελειοποιώ
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λει‐ω‐μέ‐νος

  Μετοχή επεξεργασία

τελειωμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)

  Μεταφράσεις επεξεργασία