τελειωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασία- τελειωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος τελειώνω
Προφορά 1
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.ʎoˈme.nos/ με συνίζηση σημασία: ολοκληρώνω → δείτε τη λέξη τελειώνω
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λειω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίατελειωμένος, -η, -ο
- που έχει τελειώσει, έχει φτάσει στο τέλος του
- που δεν έχει μέλλον, ο αποτυχημένος, ο ξοφλημένος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- αποτελειωμένος
- μισοτελειωμένος
- Όροι με τελειωμένος — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασία- τελειωμένος < μετοχή παρακειμένου του παθητικού ρήματος τελειώνομαι
Προφορά 2
επεξεργασία- ΔΦΑ : /te.li.oˈme.nos/ χωρίς συνίζηση του τελειώνομαι σημασία: τελειοποιώ
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τε‐λει‐ω‐μέ‐νος
Μετοχή
επεξεργασίατελειωμένος, -η, -ο (μετοχή παθητικού παρακειμένου)
- που έχει τελειωθεί, τελειοποιηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία τελειωμένος
|