Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξοφλημένος η ξοφλημένη το ξοφλημένο
      γενική του ξοφλημένου της ξοφλημένης του ξοφλημένου
    αιτιατική τον ξοφλημένο την ξοφλημένη το ξοφλημένο
     κλητική ξοφλημένε ξοφλημένη ξοφλημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξοφλημένοι οι ξοφλημένες τα ξοφλημένα
      γενική των ξοφλημένων των ξοφλημένων των ξοφλημένων
    αιτιατική τους ξοφλημένους τις ξοφλημένες τα ξοφλημένα
     κλητική ξοφλημένοι ξοφλημένες ξοφλημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ξοφλημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξοφλώ

  Μετοχή επεξεργασία

ξοφλημένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία